- ορκοληψία
- ηη όρκιση σε δικαστή ή άλλης αρμόδιας αρχής νεοδιοριζόμενου δημόσιου λειτουργού κατά την ανάληψη τών καθηκόντων του μετά τη δημοσίευση τού διορισμού του.[ΕΤΥΜΟΛ. < όρκος + -ληψία (< -λήπτης < λαμβάνω), πρβλ. αιμο-ληψία. Η λ. μαρτυρείται από το 1834 στους Ελληνικούς Κώδικες].
Dictionary of Greek. 2013.